Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στασιωρός — ὁ, Α φύλακας σε μαντρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + ωρός (βλ. λ. ὁρῶ), πρβλ. θυρ ωρός] … Dictionary of Greek
στασιωρόν — στασιωρός watcher of the station masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)